- λήμμα
- Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος.
Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία ενός άρθρου.
Στα μαθηματικά, χαρακτηρίζεται λ. η πρόταση που χρησιμεύει για την απόδειξη μιας άλλης πρότασης, αφού πρώτα αποδειχτεί αληθινή.
* * *το (AM λῆμμα)1. καθετί που λαμβάνεται, κυρίως το κέρδος, η πρόσοδος, το εισόδημα («λῆμμα καὶ ἀνάλωμα», Λυσ.)2. (λογ.) η μια από τις δεδομένες προτάσεις τού συλλογισμού και κυρίως η μείζωννεοελλ.1. (στη λεξικογραφία) ο αρχικός ή ο πιο συνήθης τύπος λέξης, στον οποίο υπάγονται και άλλοι τύποι τής ίδιας λέξης και γενικά καθετί που μπορεί να γραφεί σχετικά με αυτόν2. μαθ. αποδεδειγμένη πρόταση που λαμβάνεται ως αλήθεια και χρησιμεύει για απόδειξη άλλης, πιο σημαντικής πρότασης, η οποία ονομάζεται θεώρημααρχ.1. ωφέλεια («οὐδὲν λῆμμ' ἂν οὐδεὶς ἔχοι πρὸς οἷς ἐγὼ πεπολίτευμαι», Δημοσθ.)2. άδικο κέρδος («τἀπὸ Θράκης λήμματα ἕλκουσι δεῡρο», Αντιφάν.)3. καθετί που συλλέγεται, που μαζεύεται4. καθετί το εκλεκτό5. η ουσία μιας πρότασης, σε αντιδιαστολή με το ύφος6. επιγραφή ή υπόθεση επιγράμματος7. θέμα για εξέταση8. νανούρισμα9. εντολή ή παραγγελία από προφητεία που δίνεται σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Λήμ-μα < *ληβ-μα < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) τού λαμβάνω + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.